οψομανής

οψομανής
ὀψομανής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά υπερβολικά τα όψα, τα ποικίλα εδέσματα, καλοφαγάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -μανής (< μαίνομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀψομανής — mad after dainties masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • οψομανία — η (ΑΜ ὀψομανία) [οψομανής] νεοελλ. (ψυχιατρ.) παρόρμηση, υπερβολική επιθυμία για συγκεκριμένο φαγητό μσν. αρχ. η μανιώδης αγάπη προς τα όψα, τα φαγητά …   Dictionary of Greek

  • όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”